τρύω

τρύω
Α
(εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru- / *tru-, η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με *u, μορφή τής ρίζας *ter- «τρίβω, τρυπώ» (πρβλ. τρυπῶ, τείρω, τέρυς κ.λπ.) και μπορεί να συνδεθεί με αρχ. σλαβ. tryjo, tryti «τρίβω», λιθουαν. trū-n-iu «σαπίζω». Το ρ. τρύω απαντά κυρίως στον τ. τού παθ. παρακμ. τέ-τρῦ-μαι (πρβλ. εἴρῡμαι, εἴ-λῡμαι), ο οποίος εμφανίζει μακρό --, το οποίο διατηρείται σε όλους τους τ. τής οικογένειας αυτής. Οι λ. που ανάγονται στο ρ. τρύω και στον παρλλ. τ. τρύχω εμφανίζουν κυρίως τη σημ. «βασανίζω, ταλαιπωρώ, καταστρέφω», απαντούν, όμως, και ορισμένοι τ. που διατηρούν την κυριολεκτική σημ. τής ρίζας «τρυπώ» (πρβλ. τρύμη, τρῦμα, τρυμαλιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρύω — τρύ̱ω , τρύω Erster Bericht pres subj act 1st sg τρύ̱ω , τρύω Erster Bericht pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρῦσθαι — τρύω Erster Bericht perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • τετρυμένα — τετρῡμένα , τρύω Erster Bericht perf part mp neut nom/voc/acc pl τετρῡμένᾱ , τρύω Erster Bericht perf part mp fem nom/voc/acc dual τετρῡμένᾱ , τρύω Erster Bericht perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύσει — τρύ̱σει , τρύω Erster Bericht aor subj act 3rd sg (epic) τρύ̱σει , τρύω Erster Bericht fut ind mid 2nd sg τρύ̱σει , τρύω Erster Bericht fut ind act 3rd sg τρύζω make a low murmuring sound aor subj act 3rd sg (epic) τρύζω make a low murmuring… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύσω — τρύ̱σω , τρύω Erster Bericht aor subj act 1st sg τρύ̱σω , τρύω Erster Bericht fut ind act 1st sg τρύ̱σω , τρύω Erster Bericht aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) τρύζω make a low murmuring sound aor subj act 1st sg τρύζω make a low murmuring sound …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… …   Dictionary of Greek

  • τρυτάνη — η, ΝΑ 1. η γλωσσίδα τού ζυγού που δείχνει το βάρος 2. (κατ επέκτ.) ζυγαριά, πλάστιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ρ. τρύω «βασανίζω, ενοχλώ» (βλ. λ. τρύω), μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *τρυ τός με επίθημα άνη (πρβλ. βο τ άνη …   Dictionary of Greek

  • τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • τετρυμένον — τετρῡμένον , τρύω Erster Bericht perf part mp masc acc sg τετρῡμένον , τρύω Erster Bericht perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”